πληροῦμαι

πληροῦμαι
πληρόω
make full
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πληρούμαι — βλ. πίν. 130 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: πληρώ, πληρούμαι : το πληρώ έχει την έννοια → ανταποκρίνομαι (σε όρους, προϋποθέσεις κτλ.). Το πληρούμαι χρησιμοποιείται κυρίως στο γ πρόσωπο για να δηλώσει ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι όροι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πληρώ — βλ. πίν. 197 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: πληρώ, πληρούμαι : το πληρώ έχει την έννοια → ανταποκρίνομαι (σε όρους, προϋποθέσεις κτλ.). Το πληρούμαι χρησιμοποιείται κυρίως στο γ πρόσωπο για να δηλώσει ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι όροι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πίμπλημι — και πίπλημι και πίπλω και πιμπλάω και πιμπλέω και πιμπλάνομαι, ΜΑ 1. πληρώ, γεμίζω με κάτι (α. «τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα», Ομ. Οδ. β. «δακρύοισι... Ἑλλάδ ἅπασαν ἔπλησε», Ευρ.) 2. γεμίζω το στόμα μου ή την κοιλιά μου, χορταίνω («οὗτος μὲν οὐδ αν …   Dictionary of Greek

  • περιπίμπλαμαι — Α πληρούμαι από όλες τις πλευρές, τελείως («τὸ δὲ ξυγγενῆσαν τὸ χρῶμα λευκότητος περιεπλήσθη», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πίμπλαμαι «γεμίζω»] …   Dictionary of Greek

  • πληρώ — όω, ΝΜΑ, και πληρώνω Ν [πλήρης] νεοελλ. μτφ. φέρνω σε πέρας, εκπληρώνω, ανταποκρίνομαι («το νέο κτήριο πληροί όλους τους όρους υγιεινής») νεοελλ. αρχ. καθιστώ κάτι πλήρες, γεμίζω κάτι εντελώς με κάτι άλλο μσν. μεγαλώνω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς με… …   Dictionary of Greek

  • σκοτοματικώς — Μ [σκότος] επίρρ. φρ. «σκοτοματικῶς πληροῡμαι» πάσχω από ιλίγγους, έχω ιλίγγους (Θεοφάν. Ομ.) …   Dictionary of Greek

  • υπαλείφω — ὑπαλείφω ΝΜΑ αλείφω ελαφρά και επιφανειακά μσν. παθ. ὑπαλείφομαι μτφ. πληρούμαι, γεμίζω («ἐμὲ... ἔδει ὑφ΄ ὑμῶν ὑπαλειφθῆναι πίστει... ὑπομονῇ», Ιγνάτ.) αρχ. επιχρίω («ὑπαλείφειν κόμμι τὴν γνάθον», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀλείφω] …   Dictionary of Greek

  • υπεμπίπλαμαι — Α παθ. γεμίζω σιγά σιγά, γίνομαι πλήρης, πληρούμαι βαθμιαία ή κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐμπίπλημι «γεμίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ԼԻԱՆԱՄ — (ացնյ.) NBH 1 0885 Chronological Sequence: 10c, 12c չ. πληροῦμαι impleor, repleor. Լի լինել. ճոխանալ, յագենալ. եւ Լրանալ. լեցուիլ. ... *Լցան լիացան երանեցան: Լցեալ լիացեալ եւ ուղերձեալ. Նար. առաք. եւ Նար. խչ.: *Եւ նա սովեալ՝ կարօտի ʼի նոցանէ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”